kestoŝranko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kestoŝranko | kestoŝrankoj |
αιτιατική | kestoŝrankon | kestoŝrankojn |
kestoŝranko (eo)
- ο μπουφές
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kestoŝranko | kestoŝrankoj |
αιτιατική | kestoŝrankon | kestoŝrankojn |
kestoŝranko (eo)