kesto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kesto | kestoj |
αιτιατική | keston | kestojn |
kesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kesto | kestoj |
αιτιατική | keston | kestojn |
kesto (eo)