kapro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapro | kaproj |
αιτιατική | kapron | kaprojn |
kapro (eo)
- (θηλαστικό ζώο) ο τράγος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapro | kaproj |
αιτιατική | kapron | kaprojn |
kapro (eo)