kapacito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kapacito < γαλλική capacité
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapacito | kapacitoj |
αιτιατική | kapaciton | kapacitojn |
kapacito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kapacito | kapacitoj |
αιτιατική | kapaciton | kapacitojn |
kapacito (eo)