kampanjo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampanjo | kampanjoj |
αιτιατική | kampanjon | kampanjojn |
kampanjo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampanjo | kampanjoj |
αιτιατική | kampanjon | kampanjojn |
kampanjo (eo)