kalsono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalsono | kalsonoj |
αιτιατική | kalsonon | kalsonojn |
kalsono (eo)
- το σώβρακο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kalsono | kalsonoj |
αιτιατική | kalsonon | kalsonojn |
kalsono (eo)