kadroleĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadroleĝo | kadroleĝoj |
αιτιατική | kadroleĝon | kadroleĝojn |
kadroleĝo (eo)
Συνώνυμα επεξεργασία
Άλλες γραφές επεξεργασία
- kadrolegho στο H-sistemo
- kadrolegxo στο X-sistemo