kadro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadro | kadroj |
αιτιατική | kadron | kadrojn |
kadro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadro | kadroj |
αιτιατική | kadron | kadrojn |
kadro (eo)