kadenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadenco | kadencoj |
αιτιατική | kadencon | kadencojn |
kadenco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kadenco | kadencoj |
αιτιατική | kadencon | kadencojn |
kadenco (eo)