kaŭzo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŭzo | kaŭzoj |
αιτιατική | kaŭzon | kaŭzojn |
kaŭzo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kaŭzo | kaŭzoj |
αιτιατική | kaŭzon | kaŭzojn |
kaŭzo (eo)