Ετυμολογία

επεξεργασία
istavroz çıkarmak < istavroz (σταυρός) + çıkarmak (αποκαλύπτω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /is.tɑv.ˈɾoz t͡ʃɯ.kɑɾ.ˈmɑk/

istavroz çıkarmak (tr)