Ετυμολογία

επεξεργασία
haç çıkarmak < haç (σταυρός) + çıkarmak (αποκαλύπτω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /hɑt͡ʃ t͡ʃɯ.kɑɾ.ˈmɑk/

haç çıkarmak (tr)