Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

haç çıkarmak < haç (σταυρός) + çıkarmak (αποκαλύπτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /hɑt͡ʃ t͡ʃɯ.kɑɾ.ˈmɑk/

  Ρήμα επεξεργασία

haç çıkarmak (tr)

Κλίση επεξεργασία