iro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iro | iroj |
αιτιατική | iron | irojn |
iro (eo)
- ο πηγαιμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | iro | iroj |
αιτιατική | iron | irojn |
iro (eo)