investituro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- investituro < investitur- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | investituro | investituroj |
αιτιατική | investituron | investiturojn |
investituro (eo)
- η ανακήρυξη κάποιου που κέρδισε κάποια θέση μετά από διαγωνισμό, εκλογές, κ.α.