ενικός         πληθυντικός  
intermède intermèdes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

intermède (fr) αρσενικό

  1. το ιντερμέδιο
     συνώνυμα: interlude
  2. η διακοπή, το διάλειμμα
     συνώνυμα: entracte, interruption