interkompreno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interkompreno | interkomprenoj |
αιτιατική | interkomprenon | interkomprenojn |
interkompreno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | interkompreno | interkomprenoj |
αιτιατική | interkomprenon | interkomprenojn |
interkompreno (eo)