interconnector
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interconnector | interconnectors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinterconnector (en)
- που πραγματοποιεί διασύνδεση, διασυνδετήριος
- δομή που επιτρέπει τη ροή ενέργειας μεταξύ δικτύων, ιδίως ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου μεταξύ διεθνών ενεργειακών δικτύων