instigateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instigateur | instigateurs |
θηλυκό | instigatrice | instigatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
instigateur (fr)
- ο υποκινητής
- ο ηθικός αυτουργός
- o πρωταίτιος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instigateur | instigateurs |
θηλυκό | instigatrice | instigatrices |
instigateur (fr)