Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

infimae (la), infimæ

  1. γενική και δοτική ενικού, θηλυκού γένους (infima) του infimus
  2. ονομαστική και κλητική πληθυντικού, θηλυκού γένους (infima) του infimus