infimus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαīnfimus, -a, -um (la)
- υπερθετικός βαθμός του īnferus (χαμηλός)
- χαμηλότατος
- ο πιο ταπεινός
- αθλιότατος
- ύστερος, όψιμος, ο πιο πρόσφατος
- ⮡ Το Λεξικό του du Cange, Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis.
- Γλωσσάριο για συγγραφείς μέσης και ύστερης ελληνικής [γλώσσας].
- ⮡ Το Λεξικό του du Cange, Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- infimus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.