inemployable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inemployable | inemployables |
inemployable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αχρησιμοποίητος, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
- που δεν μπορεί να αποκτήσει κάποια εργασία, θέση