Ετυμολογία

επεξεργασία
inemployable < in- + employer + -able

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inemployable inemployables

inemployable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αχρησιμοποίητος, που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
  2. που δεν μπορεί να αποκτήσει κάποια εργασία, θέση