indikativo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- indikativo < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | indikativo | indikativoj |
αιτιατική | indikativon | indikativojn |
indikativo (eo)
- (γραμματική) η οριστική έγκλιση των ρημάτων