παραθετικά
θετικός inconsistent
συγκριτικός more inconsistent
υπερθετικός most inconsistent

  Ετυμολογία

επεξεργασία
inconsistent < in- + consistent

  Επίθετο

επεξεργασία

inconsistent (en)

  • ασυνεπής
    ⮡  His behavior is inconsistent with his beliefs.
    Η συμπεριφορά του είναι ασυνεπής προς τα πιστεύω του.