ενεστώτας hook up with
γ΄ ενικό ενεστώτα hooks up with
αόριστος hooked up with
παθητική μετοχή hooked up with
ενεργητική μετοχή hooking up with

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hook up with < → δείτε τις λέξεις hook, up και with

hook up with (en)

  • το κάνω με κάποιον, κάνω φάση, έχω μια προσωρινή σεξουαλική σχέση
    ⮡  He had hooked up with her friend at a party.
    Είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ.