history
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- history < (κληρονομημένο) μέση αγγλική < παλαιά γαλλική < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhistory (en)
- (μη μετρήσιμο) η ιστορία, το σύνολο των γεγονότων του παρελθόντος
- ⮡ History repeats itself.
- Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
- ⮡ History repeats itself.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η ιστορία, τα γεγονότα του παρελθόντος που συνδέονται με την ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου τόπου, θέματος κτλ.
- ⮡ He is one of the greatest figures in Greek history.
- Είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής ιστορίας.
- ⮡ He is one of the greatest figures in Greek history.
- (μη μετρήσιμο, και History) η ιστορία, η επιστήμη που μελετά τα γεγονότα του παρελθόντος
- ⮡ the history of the Earth - η ιστορία της γης
- ⮡ I lost my history book.
- Έχασα την ιστορία μου.
- ⮡ I missed history class today.
- Έχασα την ιστορία σήμερα.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ιστορία, γραπτή ή προφορική αναφορά πραγματικών γεγονότων του παρελθόντος
- ⮡ He wrote a short history on his particular homeland.
- Έγραψε μια σύντομη ιστορία της ιδιαίτερής του πατρίδας.
- ⮡ I bought a history of Greece.
- Αγόρασα μια ιστορία της Ελλάδας.
- ⮡ He wrote a short history on his particular homeland.
- η ιστορία της προσωπικής ζωής ενός ατόμου ή κάτι τέτοιο
- (ιατρική) το ιστορικό ενός ασθενούς
- ⮡ the medical history of a sick person - το ιστορικό ενός αρρώστου
- (συνήθως ενικός) το ιστορικό, η συνήθεια, κάτι που συμβαίνει συχνά στην προηγούμενη ζωή ενός ατόμου, μιας οικογένειας ή ενός τόπου
- ⮡ the history of Greek-Turkish disputes - το ιστορικό των ελληνο-τουρκικών διαφορών
- ⮡ He has a history of telling lies.
- Του έχει γίνει συνήθεια να λέει ψέματα.
- (πληροφορική) το ιστορικό μιας σελίδας στα βικι-εγχειρήματα