Ετυμολογία

επεξεργασία
historia < histori + -a

  Επίθετο

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική historia historiaj
αιτιατική historian historiajn

historia (eo)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

historia (es) θηλυκό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

historia (la) θηλυκό



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

historia (pl)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

historia (sv)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

historia (fi)