hirka
Εβραιοϊσπανικά (lad)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hirka | hirkas |
Ετυμολογία
επεξεργασία- hirka < (άμεσο δάνειο) τουρκική hırka
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /hiɾˈkɑ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : hir‐ka
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhirka θηλυκό
- πλεχτή ζακέτα