Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

helpopeto < helpo + peto

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική helpopeto helpopetoj
αιτιατική helpopeton helpopetojn

helpopeto (eo)

helpopeto pri lernolibroj - αίτηση για βοήθεια σχετικά με αναγνωστικά