helpful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | helpful |
συγκριτικός | more helpful |
υπερθετικός | most helpful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαhelpful (en)
- χρήσιμος, εξυπηρετικός
- ↪ The server was rude and not at all helpful.
- Ο σερβιτόρος ήταν αγενής και καθόλου εξυπηρετικός.
- ↪ The server was rude and not at all helpful.