Ετυμολογία

επεξεργασία
havresac < (άμεσο δάνειο) γερμανική Habersack, σάκος για βρώμη

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
havresac havresacs

havresac (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) σάκος που περιείχε τον εξοπλισμό του στρατιώτη και κρατιόταν στην πλάτη με τιράντες, ο γυλιός
  2. σάκος που φέρεται στην πλάτη


Ταυτόσημο

επεξεργασία