παραθετικά
θετικός hard-pressed
συγκριτικός more hard-pressed
υπερθετικός most hard-pressed

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hard-pressed < hard + pressed

  Επίθετο

επεξεργασία

hard-pressed (en)

  • πιέζομαι πολύ, έχω πολλά προβλήματα, ειδικά πάρα πολλή δουλειά και πολύ λίγο χρόνο ή χρήματα
    ⮡  I am hard-pressed for cash/for time.
    Πιέζομαι πολύ για μετρητά/για χρόνο.