grep
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαgrep < global regular expression print[1]
Προφορά
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασία- (πληροφορική, κανονικές εκφράσεις, Unix) εντολή διεπαφής CLI που κάνει χρήση των κανονικών εκφράσεων για την επιλογή γραμμών από αρχεία κειμένου.
Ρήμα
επεξεργασία- (πληροφορική, αργκό) χρησιμοποιώ μια εντολή ή ένα πρόγραμμα όπως το grep για αναζήτηση στα αρχεία κειμένου ενός λειτουργικού συστήματος
- grep it
Δείτε επίσης
επεξεργασία- grep στη Βικιπαίδεια
- grep στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα», σελ. 119 από kallipos.gr. πρόσβαση:26/09/2019
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgrep (sv)