graveco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | graveco | gravecoj |
αιτιατική | gravecon | gravecojn |
graveco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | graveco | gravecoj |
αιτιατική | gravecon | gravecojn |
graveco (eo)