Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ghost ghosts

ghost (en)

  1. (παρωχημένο) η ψυχή, το πνεύμα ενός ανθρώπου
  2. το φάντασμα
  3. ένα παραμορφωμένο είδωλο που σχηματίζεται σε οπτική συσκευή λόγω φαινομένων αντανάκλασης
ενεστώτας ghost
γ΄ ενικό ενεστώτα ghosts
αόριστος ghosted
παθητική μετοχή ghosted
ενεργητική μετοχή ghosting

ghost (en)

  • (μεταφορικά) δεν απαντώ (κάνω σαν να μην υπάρχει) αντί να απορρίψω ρητά
    • κάνω ότι δεν ακούω κάποιον

  Αναφορές

επεξεργασία