Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
get in touch
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.2.1
Δείτε επίσης
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
get in touch
< →
δείτε
τις λέξεις
get
,
in
και
touch
Έκφραση
επεξεργασία
get in touch
(en)
(
ιδιωματισμός
)
έρχομαι
σε
επαφή
με κάποιον
⮡
How can I
get in touch
with him?
Πώς μπορώ να
έλθω σ' επαφή
μαζί του;
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
reach out
Δείτε επίσης
επεξεργασία
be in touch
keep in touch
lose touch
stay in touch
Πηγές
επεξεργασία
touch (idioms): be, get, keep, stay, etc. in touch (with somebody)
-
Oxford Learner's Dictionaries