keep in touch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαkeep in touch (en)
- (ιδιωματισμός) διατηρώ σε επαφή με κάποιον
- ⮡ I keep in touch with him.
- Διατηρώ σε επαφή μαζί του.
- ⮡ I keep in touch with him.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη get in touch