gejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- gejo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gejo | gejoj |
αιτιατική | gejon | gejojn |
gejo (eo)
- ο γκέι, ο ομοφυλόφιλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gejo | gejoj |
αιτιατική | gejon | gejojn |
gejo (eo)