gefianĉiĝo
(Ανακατεύθυνση από gefiancxigxo)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gefianĉiĝo | gefianĉiĝoj |
αιτιατική | gefianĉiĝon | gefianĉiĝojn |
gefianĉiĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- gefianchigho στο H-sistemo
- gefiancxigxo στο X-sistemo