gag
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgag (en)
- το φίμωτρο
- το καλαμπούρι
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gag | gags |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgag (fr) αρσενικό
- γρήγορη κωμική σκηνή
- (κατ’ επέκταση) απίστευτη, απίθανη ιστορία