Ετυμολογία

επεξεργασία
gâchis < gâcher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡɑ.ʃi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
gâchis gâchis

gâchis (fr) αρσενικό

  1. σοβάς από ψύψο, ασβέστη, τσιμέντο
  2. σωρός από χαλασμένα ή σπασμένα πράγματα
  3. (μεταφορικά) μπερδεμένη, περίπλοκη υπόθεση
  4. σπατάλη, χαράμισμα