Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
gâchis
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
gâchis
<
gâcher
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ɡɑ.ʃi
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
gâchis
gâchis
gâchis
(fr)
αρσενικό
σοβάς
από
ψύψο
,
ασβέστη
,
τσιμέντο
σωρός
από χαλασμένα ή σπασμένα πράγματα
(
μεταφορικά
) μπερδεμένη,
περίπλοκη
υπόθεση
σπατάλη
,
χαράμισμα