ενεστώτας fuel up
γ΄ ενικό ενεστώτα fuels up
αόριστος fueled up
παθητική μετοχή fueled up
ενεργητική μετοχή fueling up

fuel up (en) → δείτε τις λέξεις fuel και up

  • fuel up - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)