fuel up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fuel up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fuels up |
αόριστος | fueled up |
παθητική μετοχή | fueled up |
ενεργητική μετοχή | fueling up |
Ρήμα
επεξεργασίαfuel up (en) → δείτε τις λέξεις fuel και up
- βάζω βενζίνη σε όχημα, γεμίζω το ρεζερβουάρ του
Πηγές
επεξεργασία- fuel up - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)