ενικός         πληθυντικός  
fruiterie fruiteries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fruiterie (fr) θηλυκό

  1. βιομηχανικός δροσερός χώρος όπου διατηρούνται τα φρούτα
  2. οπωροπωλείο
  3. (κατ’ επέκταση) το εμπόριο των φρούτων

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη fruit