fruiterie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fruiterie | fruiteries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfruiterie (fr) θηλυκό
- βιομηχανικός δροσερός χώρος όπου διατηρούνται τα φρούτα
- οπωροπωλείο
- (κατ’ επέκταση) το εμπόριο των φρούτων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fruit