frenezeco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frenezeco | frenezecoj |
αιτιατική | frenezecon | frenezecojn |
frenezeco (eo)
- η τρέλα, ο παραλογισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | frenezeco | frenezecoj |
αιτιατική | frenezecon | frenezecojn |
frenezeco (eo)