forpasinto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forpasinto | forpasintoj |
αιτιατική | forpasinton | forpasintojn |
forpasinto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | forpasinto | forpasintoj |
αιτιατική | forpasinton | forpasintojn |
forpasinto (eo)