foregoing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασία- foregoing: μετοχή & επιθετικοποιημένη μετοχή
Επίθετο
επεξεργασίαforegoing (χωρίς παραθετικά)
- που βρίσκεται πριν από κάτι (σε τόπο ή χρόνο), προηγούμενος
- άλλες μορφές: aforegoing, συντομογραφία: foreg.
- ≈ συνώνυμα: preceding
- ≠ αντώνυμα: subsequent
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαforegoing