foreg.
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΣυντομομορφή
επεξεργασίαforeg. συντομογραφία
- συντομογραφία του foregoing: αυτό που προηγείται
- (ως βιβλιογραφική παραπομπή) [δείτε] το προηγούμενο λήμμα
- ⮡ παραδειγμα στο λήμμα «πυρετέω» @ΛΟΓΕΙΟΝ
- πῠρετ-έω,= foreg. - δείτε το προηγούμενο λήμμα (που είναι το «πυρεταίνω»)