fluteto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fluteto | flutetoj |
αιτιατική | fluteton | flutetojn |
fluteto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fluteto | flutetoj |
αιτιατική | fluteton | flutetojn |
fluteto (eo)