flugaŭtonomeco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- flugaŭtonomeco < flug(o) + aŭtonomeco
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flugaŭtonomeco | flugaŭtonomecoj |
αιτιατική | flugaŭtonomecon | flugaŭtonomecojn |
flugaŭtonomeco (eo)