florpoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | florpoto | florpotoj |
αιτιατική | florpoton | florpotojn |
florpoto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | florpoto | florpotoj |
αιτιατική | florpoton | florpotojn |
florpoto (eo)