flameco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flameco | flamecoj |
αιτιατική | flamecon | flamecojn |
flameco (eo)
- εκνευρισμός, κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει « πάρει φωτιά »